κυαίστωρ

κυαίστωρ
κυαίστωρ, -ορος, ὁ (AM)
1. (στους Ρωμαίους) κοιαίστωρ*, ταμίας
2. (στους Βυζαντ.) ο δικαστικός άρχοντας για οικονομικά ζητήματα ή ο ταμίας τών βασιλικών θησαυρών, ο θησαυροφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. quaestor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Квестор священного дворца — (др. греч. κοιαίστωρ (κυαίστωρ τοῦ ἱεροῦ παλατίου); лат. quaestor sacri palatii), позднеримское и византийское должностное лицо, ответственное за разработку законов. В более поздней Византии обязанности квестора были изменены и он стал… …   Википедия

  • κοιάστωρ — κοιάστωρ, ωρος, ὁ (Α) ανώτερος δικαστικός υπάλληλος στη Ρώμη και στο Βυζάντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κυαίστωρ < λατ. quaestor] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”